ακατάφθαστος

ακατάφθαστος
ακατάφθαστος, -η, -ο και ακατάφταστος, -η, -ο
αυτός που δεν είναι δυνατό να τον καταφτάσει κανείς: Στο δρόμο ο άνθρωπος αυτός ήταν ακατάφταστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακατάφθαστος — η, ο και ακατάφταστος [καταφθάνω] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν καταφτάσει, να τόν προλάβει καθώς φεύγει 2. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να φθάσει σε κοινωνική θέση ή σε πλούτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”